-άδες

-άδες
(I)
κατάλ. πληθ. αρσεν. ουσ. σε -ας και -ης, π.χ. παπάςπαπ-άδες, ψάλτηςψαλτ-άδες, φαγάςφαγ-άδες, μαθητήςμαθητ-άδες κ.ά. Η κατάλ. αρχικά χρησιμοποιήθηκε αντί τής κατάλ. -ες σε ονόματα που τελείωναν σε -ας, αργότερα δε επεκτάθηκε και στα λήγοντα σε -ης. Προήλθε από τη μτγν. ιων. κατάλ. -άς -άδος -αδες (π.χ. κορυζᾱς, κηλᾱς, φαγᾱς, χειλᾱς, Ἐπικτᾱς) που πέρασε στην Αλεξανδρινή Κοινή όπως και πολλά άλλα ιωνικά στοιχεία [πρβλ. βορέας (αττ. βορρᾱς) > βοριάς, στερεά (αττ. στερρά) > στεριά κ.ά.].
————————
(II)
παρεκτεταμένη κατάλ. πληθ. θηλ. ουσ. αντί -ες, π.χ. μαννάδες, (μάννες), κυρ-άδες, αδερφ-άδες. Η κατάλ. είναι ήδη μσν. και προήλθε από την κατάλ. τού πληθ. αρχ. τριτοκλίτων σε -ας, -αδος π.χ. έβδομὰς-εβδομάδες, τριὰςτρι-άδες κ.ά., όπου η κατάλ. τής ονομ. χρησιμοποιήθηκε και για την αιτ. τού πληθ. (οιτις εβδομάδες, οιτις τριάδες).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἅδες — ἁνδάνω please aor ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾆδες — ᾆ̱δες , ἀείδω il.Parv.. imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀείδω il.Parv.. imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσημεράδες — και μεσημεριάτες, οι δαιμονικά όντα που πιστεύεται ότι εμφανίζονται το μεσημέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσημέρι + επίθημα άδες (πρβλ. αδερφ άδες, συννυφ άδες). Ο τ. μεσημεριάτες < μεσημέρι + κατάλ. άτης (πρβλ. εργ άτης, χωρι άτης)] …   Dictionary of Greek

  • Υάδες — I Ηρωίδες της ελληνικής μυθολογίας που μεταμορφώθηκαν στον ομώνυμο αστερισμό, ύστερα από επεισόδιο που αναφέρεται σε τρεις τουλάχιστον παραλλαγές: ως κόρες του Ήλιου, πέθαναν από θλίψη για την πτώση του αδελφού τους Φαέθωνα. Ως κόρες του Άτλαντα …   Dictionary of Greek

  • χώρος — Για τη στοιχειώδη γεωμετρία, χ. είναι μια αυτονόητη έννοια και αποτελείται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να τοποθετηθούν νοερά τα άλλα, επίσης αυτονόητα, γεωμετρικά στοιχεία: σημεία, ευθείες, επίπεδα. Τα σύγχρονα όμως μαθηματικά… …   Dictionary of Greek

  • Italienische Ortsnamen — Inhaltsverzeichnis 1 Namensgebende Völker in Italien 1.1 Unbekannte Völker 1.2 Ligurisch 1.3 Keltisch …   Deutsch Wikipedia

  • Галльский язык — Страны: Галлия Вымер: VI век …   Википедия

  • -άδικο — κατάλ. ουσιαστικών που δηλώνουν επαγγελματικό χώρο, κατάστημα, π.χ. γαλατ άδικο, βενζιν άδικο, τσαγγαρ άδικο, μαρμαρ άδικο κ.ά. Είναι επεκτεταμένη μορφή τής καταλήξεως ικο από την κατάλ. τού πληθ. άδες (Ι) τών ουσ. σε ας, π.χ. γαλατάς γαλατάδες,… …   Dictionary of Greek

  • -αδάκι — κατάληξη υποκοριστικών, π.χ. φτωχ αδάκι, βορι αδάκι, ντολμ αδάκι. Αποτελεί επεκτεταμένη μορφή τής υποκοριστικής καταλήξεως άκι από την κατάληξη τού πληθ. αδες, π.χ. παράς παράδες παραδάκι …   Dictionary of Greek

  • -αδιά — κατάλ. θηλ. ουσ. π.χ. βαρκ αδιά, μπαλτ αδιά, κουβ αδιά κ.ά. Είναι επεκτεταμένη μορφή τής κατάλ. ιά* από το περιττοσύλλαβο θ. τού πληθ. σε άδες, π.χ. μπαλτάς μπαλτάδες μπαλταδιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”